- πανορμίη
- πανορμίη· ἐπίθετον Ἀπόλλωνος, Hsch. (fort. ad πάνοπτος spectat).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανορμίη — Α (πιθ. εσφ. γρφ. αντί πάνοπτος) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίθετον Ἀπόλλωνος» … Dictionary of Greek